Απρίλιος 1944 : Ο ΕΛΑΣ επιτίθεται για τρίτη φορά στα Κομνηνά Κοζάνης αλλά η ηρωική ομάδα του Χατζηκυριάκου αμύνεται και σώζει το χωριό!
Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ
έχοντας εισβάλει και λεηλατήσει ακόμα δυο φορές τα Κομνηνά, τον Δεκέμβριο του 1943 και στις 13 Φεβρουαρίου του 1944, πλιατσικολογώντας οικείες, πυρπολώντας
και εκτελώντας κατοίκους, με μοναδικό κίνητρο την αρπαγή των περιουσιών, κυρίως
των Νιγδελήδων, αποφασίζει να ξανά ΄΄επισκεφτεί’’ το προσφυγικό χωριό, με σκοπό
και πάλι την τρομοκρατία του.
Από τις
τελευταίες δύο επιθέσεις του όμως, 14 κάτοικοι, αγανακτισμένοι από την
προδοτική αυτή στάση των κομμουνιστών, που είδαν τις οικογένειές τους να
ξεκληρίζονται, στη συντριπτική πλειοψηφία Νιγδελήδες, οπλίστηκαν. Υπενθυμίζουμε
πως οι αντάρτες ήταν υπεύθυνοι για τον φόνο 24 αμάχων κατοίκων του χωριού στο
παρελθόν. Οι αντικομμουνιστές πλέον οπλίτες των Κομνηνών, γνωρίζοντας άριστα τη
μορφολογία του εδάφους, ήξεραν πώς να προκαλέσουν απώλειες στις τάξεις του ΕΛΑΣ
και όρισαν αρχηγό στα τέλη του Μαρτίου του 1944, τον Βασίλειο Χατζηκυριάκο.
Ο
Χατζηκυριάκος πέρα του στόχου για προστασία των Κομνηνών, έβλεπε μακρύτερα.
Γνωστοποίησε σε όλη την ομάδα του πως το ΕΑΜ συμφώνησε για την παράδοση της
Μακεδονίας στους Σλάβους. Άνθρωποι οι οποίοι είχαν έρθει πρόσφυγες στη
Μακεδονία προ 20ετίας, αγάπησαν περισσότερο τον τόπο τους από αυτούς που σαν
‘’απελευθερωτές’’ συμφωνούσαν για παράδοση.
Έτσι από τις
πρώτες μέρες του Απριλίου του ίδιου έτους, ταμπουρώθηκαν σε δύο σπίτια και ένα
βαθύ χαράκωμα, το οποίο είχε άριστη φυσική κάλυψη μόλις 300 μέτρα βόρεια των
Κομνηνών. Περίπου 150 ΕΛΑΣίτες επιχείρησαν να περάσουν και πάλι από τα Κομνηνά
στις 22 Απριλίου θέλοντας να ληστέψουν ζώα και χιλιάδες οκάδες τροφής. Βρέθηκαν
όμως απροετοίμαστοι καθώς μόλις πλησίασαν σχεδόν δίπλα από τα δύο οπλισμένα
σπίτια, άκουσαν μια δυνατή φωνή που πρόσταζε «στα όπλα».
Στις δύο
οχυρωμένες οικείες βρίσκονταν μέσα 5 οπλίτες στην καθεμία, με θέσεις ορατού
στόχου και ακόμα 3 οπλίτες με τον Χατζηκυριάκο μπροστά, που κάλυπταν το
χαράκωμα των λύκων όπως ονόμαζαν. Οι αντάρτες έντρομοι και διστακτικοί χωρίς να
γνωρίζουν τι συμβαίνει έκαναν μια μικρή οπισθοχώρηση. Πέταξαν κάποιες
χειροβομβίδες και μια μικρή ομάδα 7-8 ΕΛΑΣιτών πλησίασε το σημείο. Εμφανίστηκαν
οι τρεις οπλισμένοι από το χαράκωμα και ο αρχηγός Χατζηκυριάκος διέταξε πυρ. Άμεσα
έγινε μαζική οπισθοχώρηση καθώς από τα παράθυρα και των δύο σπιτιών, υπήρξε
μεγάλη ρίψη πυρός. Έπεσαν νεκροί 3 ΕΛΑΣίτες ενώ ακόμα δυο που ευτυχώς για
αυτούς πρόλαβαν να απομακρυνθούν εγκαίρως, μόνο τραυματίστηκαν βαριά. Είναι
απορίας άξιο πως διέλυσαν και ανάγκασαν την ομάδα των ΕΛΑΣιτών να εγκαταλείψει,
μόλις 14 οπλίτες, χωρίς να γίνει αντιληπτός ο αριθμός τους.
Μετά τη μάχη
δεν εγκατέλειψαν την περιοχή έως τον Αύγουστο του 1944, περιμένοντας και πάλι
τους αντάρτες. Από τον Σεπτέμβριο όμως, η μικρή αυτή ομάδα έκανε την αντεπίθεση
της, άλλοτε μόνη της και άλλοτε με οπλίτες και από τα γύρω χωριά. Έτσι πρώτα
κυνηγώντας αντάρτες έφτασαν στη Χαραυγή, στην Κοζάνη, στο Δρέπανο, στο
Μαυροδένδρι, στη μάχη των Πετρανών, και στη μάχη του Βαθύλακκου-Μεσιανής.
Στο Μαυροδένδρι
μάλιστα υπήρξε μικροσυμπλοκή, όπου εντόπισαν αντάρτες που ευθύνονταν για την
καταστροφή των Κομνηνών. Τέσσερις ΕΛΑΣίτες κυνηγημένοι από τους Γερμανούς,
θέλησαν να κρυφτούν στις βελανιδιές και έπεσαν πάνω στην ομάδα του
Χατζηκυριάκου όπου παραμόνευε εκεί. Ξέφυγαν από αυτούς, όχι όμως και από τον
νεαρό Κιουρτσίδη, τον Μακαρίου και τον Σαρόγλου, όπου βρίσκονταν κρυμμένοι κάτω
από μια ξύλινη γέφυρα ανεφοδιασμού. Οι τρείς τους, βρέθηκαν μπροστά από τους
φονιάδες των οικογενειών τους και άρχισαν να πυροβολούν. Οι αντάρτες
ανταπέδωσαν στους πυροβολισμούς, ενώ οι δύο από αυτούς επιχείρησαν να καλυφθούν
σε μια παράγκα που υπήρχε λίγα μέτρα μακριά. Τελικώς νεκρός έπεσε μόνο ο ένας,
οι δύο κατάφεραν και διέφυγαν ενώ ο τελευταίος απλά τραυματίστηκε ελαφρά και
αφού παρέδωσε τον οπλισμό του και την ενδυμασία του στην ομάδα, αφέθηκε
ελεύθερος. Την επόμενη μέρα λίγο έξω από την Πτολεμαΐδα, σε μια πεδιάδα που
γινόταν συχνά το παζάρι των ζωεμπόρων, ο νεκρός ΕΛΑΣίτης της συμπλοκής,
κρεμάστηκε από την ομάδα, σε μία βρωμοκαρυδιά, ως ένδειξη απαξίωσης, τόσο του
ιδίου, όσο και ολόκληρου του συμμορίτικου στοιχείου που δρούσε στην περιοχή και
τρομοκρατούσε τους χωρικούς. Άφησαν και ένα πρόχειρο σημείωμα κάτω από το
δέντρο, το οποίο έγραφε "Πας προδότας εκτελών εις Κομνηνών αρμόζουσιν
απαγχονισμόν"
Από τον νεκρό αντάρτη αποσπάστηκε ο οπλισμός του και μια χειροβομβίδα. Η παρακάτω αναμνηστική φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο Μαυροδένδρι και απεικονίζονται οι τρεις οπλίτες που προκάλεσαν την απώλεια. Στο κέντρο φαίνεται ο νεαρός Βασίλειος Κιουρτσίδης να αναδεικνύει τη χειροβομβίδα του αντάρτη ως λάφυρο στα χέρια του.
Ήταν ήρωες
που μάχονταν υπέρ της Μακεδονίας και των χωριών τους, ώστε να μην υπάρξουν
άλλοι σφαγμένοι από κατσαπλιάδες.
Οι άνθρωποι
αυτοί όπου με τόλμη, ανδρισμό και προφανής αγάπη για την πατρίδα τους, καθώς
προστάτεψαν τα γεννήματα τους, τα σπίτια τους και τις οικογένειες τους, από
κάποιους προδότες, που πρώτοι έστρεψαν τα όπλα κατά των Ελλήνων ήταν οι εξής :
Κυριάκος Χατζηκυριάκος (Αρχηγός), Νικόλαος Σαρόγλου (Κυριάκος), Γεώργιος Σαρόγλου, Ανέστης Σαρόγλου, Γεώργιος Ιωαννίδης, Γεώργιος Θεοδωρίδης, Σάββας Χριστοδούλου (αγροφύλακας), Βασίλειος Κιουρτσίδης, Βασίλειος Μακαρίου, Ιωάννης Λαζαρίδης, Ιωσήφ Χατζηκυριάκος, Ιορδάνης Κιουρτσίδης, Ιωάννης Κιουρτσίδης, Νικόλαος Κιουρτσίδης, Δημήτριος Κιουρτσίδης και ακόμα δύο οπλίτες που τα ονόματα τους παραμένουν άγνωστα.
Η μοναδική φράση που φώναζαν σε όλη την ηρωική διαδρομή τους έως και την άνανδρη φυλάκιση τους, ήταν «ΤΟ ΠΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου